ἐκκρέμαμαι

English (LSJ)

Pass.,
A hang, be suspended, v.l. in Hp.Art.76; τὴν γυναῖκα ἐκκρεμαμένην ἀποσεισάμενος Luc.Tox.61: c. gen., hang from, Pl.Ion536a.
II depend upon, ἐξ ἐπιθυμιῶν Id.Lg.732e; τῆς τοῦ ζῆν ἐπιθυμίας Plu.Mar.12; ἐλπίδος AP9.411 (Maec.).

Spanish (DGE)

1 colgar, estar suspendido en cirug. ref. la suspensión terapéutica δεῖ μέντοι τὸν ἐκκρεμάμενον ἔμπειρον εἶναι Hp.Art.76, ἀδρανεῖς οἱ μασθοὶ ἐκκρέμανται Polem.Phgn.42
estar adherido ἵνα τὸ ἔμβρυον ἐκκρεμάμενον ξυνεπισπᾶται τῷ βάρει ἔξω Hp.Superf.8
estar colgado, prendido de c. gen. τοῖς κλάδοις καὶ τοῖς ἐκκρεμαμένοις αὐτῶν πετάλοις I.AI 8.136, cf. BI 5.433.
2 fig. pender, estar pendiente, depender c. gen. ἑτέρης ἐλπίδος AP 9.411 (Maec.), μυστικῶν πλασμάτων Ph.2.260, οἱ ἀεὶ τοῦ μέλλοντος ἐκκρεμάμενοι Plu.2.606d, δογμάτων ... ἐκκρεμαμένων τῆς κατὰ τὴν ψυχὴν θειότητος Attic.7.26, ἀλλ' ἐξήρτηται καὶ ἐκκρέμαται ἡμῶν sino que (el cuerpo) está suspendido y colgado de nosotros Plot.4.4.18, c. giro prep. de gen. ἐξ ὧν (ἐπιθυμιῶν) Pl.Lg.732e, ἡ ψυχὴ αὐτοῦ ἐκκρέμαται ἐκ τῆς τούτου ψυχῆς su alma está ligada a la de éste LXX Ge.44.30, ἀπὸ τῶν ὀνο[μάτ] ων Phld.Mus.4.15.38, τὴν ἐλπίδα ἐκκρεμαμένην ἀπὸ τοῦ σταυρωθέντος Χριστοῦ Iust.Phil.Dial.96.1
c. πρός y ac. aferrarse, apegarse πρὸς αὐτὸν (τὸν Κύριον) Chrys.M.49.305
c. part. estar en suspenso, estar pendiente ὁ λαὸς ... ἅπας ἐξεκρέματο αὐτοῦ ἀκούων Eu.Luc.19.48.

German (Pape)

[Seite 764] (s. κρέμαμαι), daran, davon herabhangen, Hippocr.; übertr., abhangen, ἐξ ὧν ἀνάγκη τὸ θνητὸν πᾶν ζῶον ἐκκρεμάμενον εἶναι Plat. Legg. V, 733 a; ἐλπίδος ἐκκρέμαται, er hängt sich an eine Hoffnung, giebt sich ihr hin, Maec. 1a (IX, 411); ἐκκρεμασθεὶς τῆς τοῦ ζῆν ἐπιθυμίας Plut. Mar. 12. S. das Folgd.

French (Bailly abrégé)

être suspendu ; fig. τινος à (un désir, une espérance), se rattacher à, etc.
Étymologie: ἐκ, κρέμαμαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐκκρέμᾰμαι:
1 быть подвешенным, висеть (τινος Plat.);
2 цепляться, т. е. быть привязанным, преданным (ἔκ τινος Plat. и τινος Plut.): ἑτέρης ἐλπίδος ἐ. Anth. лелеять другую надежду; ἐξεκρέματο αὐτοῦ ἀκούων NT он слушал его с неослабевающим вниманием.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκρέμαμαι: παθ., κρέμαμαι ἔκ τινος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 836· μετὰ γεν., εἶμαι ἐξηρτημένος ἔκ τινος, Πλάτ. Ἴων 536Α. ΙΙ. ἐξαρτῶμαι ἔκ τινος, ἐξ ἐπιθυμιῶν ὁ αὐτ. Νόμ. 732Ε· τῆς τοῦ ζῆν ἐπιθυμίας Πλουτ. Μάρ. 12· ἐλπίδος Ἀνθ. Π. 9. 411.

English (Strong)

middle voice from ἐκ and κρεμάννυμι; to hang upon the lips of a speaker, i.e. listen closely: be very attentive.

Greek Monolingual

ἐκκρέμαμαι (Α)
1. είμαι κρεμασμένος
2. εξαρτώμαι από κάτι.

Greek Monotonic

ἐκκρέμαμαι: Παθ., κρεμιέμαι από, εξαρτώμαι από, με γεν., σε Πλούτ.

Lexicon Thucydideum

suspendere se alicui, to attach oneself to someone, 7.75.4.