ἐκτρυπάω
English (LSJ)
A bore or hollow out, πρέμνον Gp.10.23.5, cf. Ph.Bel.92.8.
II intr., slip out through a hole, Ar.Ec.337.
Spanish (DGE)
(ἐκτρῡπάω) 1 intr. escapar, abrirse paso colándose ἐκτετρύπηκεν λαθοῦσά μ' ἔνδοθεν Ar.Ec.337, cf. Ael.Dion.ε 28, Paus.Gr.ε 30.
2 tr. agujerear, perforar (προμαχῶνας) Ph.Mech.92.8, μίαν τῶν στηλῶν Ps.Callisth.128.21, πρέμνον Gp.10.23.5.
German (Pape)
[Seite 783] 1) ausbohren, Geop. – 2) durch ein Loch ausbrechen, entschlüpfen, Ar. Eccl. 337.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτρῡπάω: τρυπῶ, ἀνοίγω τρῦπαν, ἐκτρυπήσας τὸ πρέμνον Γεωπ. 10. 23, 5. ΙΙ. ἐξέρχομαι λεληθότως, οὐ γὰρ ἔνδον οὖσα τυγχάνει, ἀλλ’ ἐκτετρύπηκεν λαθοῦσά μ’ ἔνδοθεν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 337· πρβλ. εἰστρυπάω, καὶ τὸ τῆς καθωμιλημένης «ξετρυπώνω».
Russian (Dvoretsky)
ἐκτρῡπάω: досл. высверливать, перен. шутл. прокрадываться наружу: ἐκτετρύπηκεν λαθοῦσά μ᾽ ἔνδοθεν Arph. она тайно от меня улизнула из дому.