ἐκφθέγγομαι
English (LSJ)
utter, IGRom.1.1192 (Memnon).
Spanish (DGE)
emitir, proferir sonidos o palabras Col.Memn.23.5 (II d.C.), τὸ ἔργον τοῦ νοῦ Iul.Ar.227.19, cf. Gloss.2.293.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκφθέγγομαι: ἀποθ., φθέγγομαι, Συλλ. Ἐπιγρ. 4723.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
ἐκφθέγγομαι (Α)
μιλώ έντονα, λέγω, κράζω («βαθέης δ' ἐκφθέγξατο δίνης», Όμηρ.).