ἐναποστέγω

English (LSJ)

keep in, Gal.7.709, 15.180.

Spanish (DGE)

contener, reprimir ἐναποστέγειν ἔνδον ἑαυτῆς τὸ αἷμα Gal.7.709, τὸ ἔμφυτον θερμόν Gal.15.180.

Greek Monolingual

ἐναποστέγω (Α)
στεγάζω, συντηρώ, φυλάσσω μέσα σε κάτι.