ἐναποτίκτω

English (LSJ)

produce in, γνώμην τινί Procop.Gaz.Ep.31.

Spanish (DGE)

1 generar en, suscitar en c. ac. y dat. loc. τοιαύτην μοι γνώμην ἐναποτίκτουσιν Ἔρωτες Procop.Gaz.Ep.120, en v. pas. τοσαύτη ... αὐτοῖς ἐναπετέχθη ἔχθρα Olymp.Hist.38.
2 proponer, descubrir ἣν (κίνησιν) Ἀριστοτέλης δεινότητι λογισμῶν ἐναπέτεκεν Phot.Bibl.94b28.

German (Pape)

[Seite 828] (s. τίκτω), darin gebären, Sp.

Greek Monolingual

ἐναποτίκτω (AM)
1. γεννώ μέσα σε κάτι, γεννώ, παράγω
2. μτφ. επινοώ.