ἐνειδοφορέω
English (LSJ)
of a sculptor, work into shape, πέτρον ἐνειδοφορῶν AP 12.57 (Mel.).
Spanish (DGE)
German (Pape)
[Seite 836] πέτρον, Gestalt in einen Stein bringen, vom Bildhauer, Mel. 12 (XII, 57).
French (Bailly abrégé)
ἐνειδοφορῶ :
transformer en figure.
Étymologie: ἐν, εἰδοφορέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐνειδοφορέω: придавать образ, т. е. превращать в статую (Πραξιτέλης πέτρον ἐνειδοφορῶν Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐνειδοφορέω: ἐπὶ ἀγαλματοποιοῦ, δίδω μορφὴν εἴς τι, πέτρον ἐνειδοφορῶν Ἀνθ. Π. 12. 57, πρβλ. Gräfe σ. 56.
Greek Monotonic
ἐνειδοφορέω: λέγεται για γλύπτη ή αγαλματοποιό, δίνω μορφή σε κάτι, σε Ανθ.