ἐνεῖκαι

English (LSJ)

ἔνεικας, ἔνεικε, ἔνεικαν, v. φέρω.

German (Pape)

[Seite 836] ion. aor. zu φέρω.

Russian (Dvoretsky)

ἐνεῖκαι: (= ἐνέγκαι) эп.-ион. inf. aor. к φέρω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνεῖκαι: ἀπαρέμφ. τοῦ ἤνεικα, Ἰων. ἀντὶ τοῦ ἤνεγκα, ἀόρ. α΄ τοῦ φέρω, Ὅμ. (ὅστις ὡσαύτως ἔχει καὶ ἔνεικας, ἔνεικε, ἔνεικαν ἀντὶ ἤνεικας κτλ.), καὶ Ἡροδ. - Ἐνεστ. ἐνείκω δὲν ὑπάρχει εἰ μὴ ἐν τῷ τύπῳ συνενείκομαι (ὃ ἴδε)· ἡ προστακτ. ἔνεικε (Ὀδ. Φ. 178) καὶ τὸ ἀπαρ. ἐνεικέμεν (Ἰλ. Τ. 194) εἶναι Ἐπ. τύποι τοῦ ἀορ. α΄, ὡς τὸ οἶσε, ἀξέμεν.

English (Autenrieth)

see φέρω.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: carry (off)
Other forms: Aor. ind. ἤνεικα (Il.), also ἤνικα (Lesb. Dor.; partly = ἤνικα for ἤνεικα) subj. with short them. vowel ἐνίκει (Cyren.); sigmatic 3. plur. εἴνιξαν (Boeot. for ἤνειξαν); aor. pass. ἐν(ε)ιχθῆναι, perf. med. ἐνήνειγμαι. - συν-ενείκομαι (Hes. Sc. 440).
Compounds: Also with prefix: ἀν-, ἀπ-, εἰσ-, ἐξ- etc.
Derivatives: None
Origin: IE [Indo-European] [893] *seik- reach, take
Etymology: From ἐν-εῖκαι, s. ἵκω. Chantr. Gr. hom. 1, 395.

Frisk Etymology German

ἐνεῖκαι: {eneĩkai}
Forms: Aor. Ind. ἤνεικα (ep. ion. seit Il., lyr.), schwachstufig ἤνικα (lesb. dor.; teilweise = ἤνικα für ἤνεικα) mit kurzvokalischem Konj. ἐνίκει (kyren.); sigmatisch 3. Plur. εἴνιξαν (böot. für ἤνειξαν); Aor. Pass. ἐν(ε)ιχθῆναι, Perf. Med. ἐνήνειγμαι.
Grammar: v.
Meaning: hintragen,
Composita: Auch mit Präfix: ἀν-, ἀπ-, εἰσ-, ἐξ- usw.
Derivative: Keine Ableitungen.
Etymology: Aus ἐνεῖκαι, s. ἵκω.
Page 1,513