ἐνηρέμησις

German (Pape)

[Seite 841] ἡ, vom Ton, das Aushalten in der Höhe, Anonym. de music. 21.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνηρέμησις: ἡ, τὸ ἠρεμεῖν ἔν τινι, ἀνάπαυλα, Ἀνώνυμ. π. Μουσ. 21.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
reposo, descanso Basil.M.30.420C, στάσις καὶ ἐ. τῆς φωνῆς Anon.Bellerm.21.

Greek Monolingual

ἐνηρέμησις, η (Α) ενηρεμώ
1. ηρέμηση, ησυχία, ακινησία, ανάπαυλα σε κάτι
2. μουσ. η στάση του μουσικού τόνου σε κάποιο ύψος.