ηρέμηση

From LSJ

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404

Greek Monolingual

η (Α ἠρέμησις, δωρ. τ. ἀρέμησις) ηρεμώ
1. ησυχία, ακινησία, ηρεμία («ἡ γὰρ ἠρέμησις στέρησις τῆς κινήσεως», Αριστοτ.)
2. μτφ. καταπράυνση, καθησύχαση.