ἐνθησαυρίζω
German (Pape)
[Seite 842] darin aufspeichern, ansammeln, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνθησαυρίζω: θησαυρίζω ἔν τινι, ἐνταμιεύω, Εὐστ. Πονημάτ. 103. 35.
Spanish (DGE)
atesorar, almacenar en v. pas. Chry.Hie.Enc.in Mich.2 (p.337.19), Enc.in Thdr.p.73.18, glos. a ἐνταμιευόμενον Hsch.
Greek Monolingual
ἐνθησαυρίζω (Μ)
θησαυρίζω μέσα σε κάτι, συσσωρεύω κάπου, συναθροίζω, αποθηκεύω.