ἐντιμότης

English (LSJ)

-ητος, ἡ, honour, rank, Arist.Rh. 1390b19.

Spanish (DGE)

-ητος, ἡ
honor, distinción ἡ δ' εὐγένεια ἐ. προγόνων ἐστίν Arist.Rh.1390b19.

German (Pape)

[Seite 856] ητος, ἡ, Ehre, Werth; Arist. rhet. 2, 15; Schol. Aesch. Pers. 4.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
valeur, mérite.
Étymologie: ἔντιμος.

Greek (Liddell-Scott)

ἐντῑμότης: -ητος, ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ ἔντιμος, ἡ δ’ εὐγένεια ἐντιμότης τις προγόνων ἐστὶν Ἀριστ. Ρητ. 2. 15, 2.

Russian (Dvoretsky)

ἐντῑμότης: ητος ἡ честь, почет, знатность (τῶν προγόνων Arst.).