εὐγένεια
Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir
English (LSJ)
poet. εὐγενία (q.v.), ἡ,
A nobility of birth, A.Pers.442, E. Fr.53, al., Isoc.3.42, Arist.Rh.1390b16, etc.; ἐμῶν εὐγένεια παίδων = ἐμοὶ εὐγενεῖς παῖδες, E.Tr.583 (lyr.): pl., Pl.Euthd.279b, R.618d; pure breeding, of animals, Onos.1.21.
2 = γενναιότης, nobleness of mind, Plu.Dem.24, Ant.86, Ael.VH12.1, D.Chr.52.16, etc.
3 bodily excellence, ἡ ἐν τοῖς σώμασιν εὐγένεια Plu.Rom.6, cf. Gal.UP10.6; of materials, χαλκοῦ Philostr. VA 3.54: generally, excellence, Lib.Or.49.27.
4 of style, elevation, nobility, Longin. 34.2; ποιημάτων D.H.Comp.18.
5 as a title, ἡ εὐγένειά σου PGen.1.50.14 (iv A.D.).
German (Pape)
[Seite 1059] ἡ, die edle Geburt, Abkunft, εὐγένειαν ἐκπρεπεῖς Aesch. Pers. 434; εὐγ. παίδων, = εὐγενεῖς παῖδες, Eur. Tr. 582; in Prosa, Plat. Menex. 237 a u. öfter; vgl. D. L. 3, 88; auch im plur., Plat. Euthyd. 279 b. – Uebtr., Adel der Gesinnung, Edelmut, Hochsinn, Plut. u. a. Sp.; ἡ ἐν τοῖς σώμασιν εὐγ., die edle, anständige Haltung, anständiges Benehmen, Plut.; das Edle in der Rede, im Styl, Longin.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 noblesse d'origine;
2 p. ext. noblesse de sentiments, sentiments d'une âme bien née.
Étymologie: εὐγενής.
Russian (Dvoretsky)
εὐγένεια: ἡ реже pl.
1 благородное происхождение, родовитость, знатность Aesch., Plat., Arst., Plut.: εὐγένεια παίδων Eur. = εὐγενεῖς παῖδες;
2 (о животных и растениях), культурность (породы), высокопородность Plut.;
3 благородство, возвышенность души Diog. L., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
εὐγένεια: ποιητ. εὐγενία (ὃ ἴδε), ἡ, καταγωγὴ ἐκ καλοῦ ἢ ἐνδόξου γένους, ὑψηλὴ καταγωγή, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ δυσγένεια, Αἰσχύλ. Πέρσ. 442, Ἐπίχ. 142 Ahr., συχνὸν παρ’ Εὐριπ.· ἐμῶν εὐγ. παίδων = ἐμοί εὐγενεῖς παῖδες, Εὐριπ. Τρῳ. 583· ἐν τῷ πληθ., Πλάτ. Εὐθύδ. 379Β, Πολ. 618D· πρβλ. εὐγενής 2) ἐπὶ ἐκλεκτῶν ζῴων, φυτῶν, κ.τ.τ., Πλούτ. κτλ. 3) ἐπὶ ὕφους, Λογγῖνος 34. 2.
Greek Monolingual
και ευγενειά, η (ΑΜ εὐγένεια, Α και εὐγενία)
1. η καταγωγή από αρχοντική γενιά
2. η λεπτότητα τών τρόπων, η πολιτισμένη συμπεριφορά
3. τα λεπτά χαρακτηριστικά του προσώπου, η ευγενική μορφή
4. η γενναιοφροσύνη, το υψηλό φρόνημα
5. (για ζώα) η καθαρόαιμη ράτσα
νεοελλ.-μσν.
ως τιμητική προσφώνηση («η ευγένειά σας», «πρὸς τὴν σὴν εὐγένειαν»)
μσν.
1. το να είναι κάποιος γεννημένος από ελεύθερους γονείς
2. η υπερηφάνεια
αρχ.-μσν.
δόξα, μεγαλείο
αρχ.
1. η εξαιρετική ποιότητα
2. (για ύφος) η μεγαλοπρέπεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. ευγένεια < ευγενεσ-ια
ευγενία < ευγεν-ία].
Greek Monotonic
εὐγένεια: ἡ (εὐγενής), καταγωγή από καλό, ένδοξο γένος, υψηλή καταγωγή, σε Αισχύλ., Ευρ.· εὐγένεια παίδων = εὐγενεῖς παῖδες, στον ίδ.
Middle Liddell
εὐγένεια, ἡ, εὐγενής
nobility of birth, high descent, Aesch., Eur.; εὐγένεια παίδων = εὐγενεῖς παῖδες, Eur.
English (Woodhouse)
high birth, nobility, high degree
Translations
eloquence
Arabic: بَلَاغَة, فَصَاحَة; Belarusian: красамоўства; Bulgarian: красноречие, красноречивост; Catalan: eloqüència; Chinese Mandarin: 雄辯, 雄辩, 口才; Czech: výmluvnost, výřečnost; Dutch: welbespraaktheid, eloquentie; Esperanto: elokventeco; Finnish: kaunopuheisuus; French: éloquence; German: Redegewandtheit, Eloquenz, Sprachfertigkeit, Beredsamkeit, Redseligkeit, Redseligkeit; Greek: ευγλωττία, ευφράδεια; Ancient Greek: ἀγορητύς, ἐλλογιμότης, εὐγένεια, εὐγλωσσία, εὐγλωττία, εὐέπεια, εὐεπίη, εὐρημοσύνη, καλλιρρημοσύνη, λογιότης, μοῖσα, μοῦσα, μῶα, μῶσα, πολυφραδία, πολυφραδμοσύνα, πολυφραδμοσύνη, ῥητορεία, ῥώμη τοῦ λέγειν; Hindi: वाक्चातुर्य, वाक्पटुता, वाग्मिता, फ़साहत, बलाग़त, वक्तृता, सुवचन; Hungarian: ékesszólás, beszédkészség; Italian: eloquenza; Japanese: 雄弁; Latin: facundia, eloquium; Macedonian: речитост, красноречивост; Norwegian Bokmål: veltalenhet, språkferdighet; Old Norse: málsnild, málsnilld; Persian: بلاغت, فصاحت; Polish: elokwencja; Portuguese: eloquência; Romanian: elocvență; Russian: красноречие; Serbo-Croatian Cyrillic: рѐчито̄ст, рјѐчито̄ст, краснорѐчиво̄ст, краснорјѐчиво̄ст; Roman: rèčitōst, rjèčitōst, krasnorèčivōst, krasnorjèčivōst; Slovak: výrečnosť; Slovene: zgovornost; Spanish: elocuencia; Swahili: usemaji; Swedish: elokvens, vältalighet; Tajik: балоғат, фасоҳат; Turkish: belagat, konuşma sanatı; Ukrainian: красномовство, красномовність