[ῑ], = ἐξικάνω, Orph.A.392.
[Seite 882] dasselbe, ἐξῖκεν Orph. Arg. 392, Schneider ἐξῆρχεν; v.l. von ἐξήκω Soph. O. R. 1182.
ἐξίκω: ἐξικάνω, Ὀρφ. Ἀργον. 394· - ἐν Σοφ. Ο. Τ. 1182, πλημμελ. γραφ. ἀντὶ ἐξήκω.
ἐξίκω (AM) ίκωεξικάνω.