ἐξήκω
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
English (LSJ)
A to have reached a certain point, ἐξήκεις ἵνα φανεῖς hast reached a point at which thou wilt show, S.Tr.1157; ἅλις ἵν' ἐξήκεις δακρύων Id.OT1515 (troch.); ἀτελές τι καὶ οὐκ ἐξῆκον ἐκεῖσε οἷ πάντα δεῖ ἀφήκειν Pl.R. 53oe; δεῦρ' ἐ. Id.Epin.987a; ἐπειδὰν αἱ κλήσεις ἐξήκωσιν εἰς τὸ δικαστήριον Plu.2.833f, etc.: c. acc. cogn., ἐ. ὁδόν S.El. 1318.
II of time, to have run out or expired, Hdt.2.111, S.Ph. 199, Lys.7.11, X.An.6.3.26, IG22.682.69, etc.; πρίν μοι μοῖραν ἐξήκειν βίου S.Ant.896; ἐξήκει ἡ ἀρχή, ἡ προθεσμία, Pl.Lg.766c, Lexap.D. 43.16.
2 of prophecies, dreams, etc., to have come to an accomplishment, turn out true, Hdt.1.120, 6.80; τὰ πάντ' ἂν ἐξήκοι σαφῆ S. OT1182; of magical operations, succeed, PMag.Par.1.1273.
German (Pape)
[Seite 881] auskommen, bis zu Ende gehen; ὁδόν;Soph. El. 1310; sich bis wohin erstrecken, πανταχόσε καὶ δεῦρ' ἐξήκει Plat. Epin. 987 a; οὐκ ἐξῆκον ἑκεῖσε ἀεί; οἷ πάντα δεῖ ἀφήκειν Rep. VII, 530 e, sich worauf beziehen; wohin gelangen, Soph. Tr. 1147; ἅλις, ἵν' ἐξήκεις δακρύων, du hast genug geweint, O. R. 1515. – Von der Zeit, vergangen sein, vorbei sein, Her. 2, 111. 6, 69; πρὶν ἐξήκειν αὐτῷ τὴν ἀρχήν Plat. Legg. VI, 766 c; ἡ προθεσμία ἐξήκει Dem. 43, 16, im Gesetz; Xen. An. 6, 1, 26; ὅταν το κακὸν ἐξήκῃ τόδε, wenn es vorübergegangen, Soph. Phil. 756; τὰ πάντ' ἂν ἐξήκοι σαφῆ, in Erfüllung gehen, O. R. 1182, wie auch sonst von Orakeln u. Träumen, Her. 1, 120. 6, 80.
French (Bailly abrégé)
venir au terme de, aboutir :
1 avec idée de lieu ἐξ. ὁδόν SOPH arriver au terme du voyage ; fig. ἅλις ἵν' ἐξήκεις δακρύων SOPH c'est assez (d'en être venu) où tu en es venu pleurant, càd tu as assez pleuré;
2 avec idée de temps;
3 en parl. d'oracles qui s'accomplissent τὰ πάντ' ἂν ἐξήκοι σαφῆ SOPH tout semble bien être devenu clair.
Étymologie: ἐξ, ἥκω.
Russian (Dvoretsky)
ἐξήκω:
1 приходить, прибывать (ἡ κλῆσις ἐξήκει εἰς δικαστήριον Plut.): ἐ. τινὶ ὁδόν τινα Soph. прибыть к кому-л. каким-л. путем;
2 доходить, достигать (πανταχόσε Plat.): ἐξήκεις δ᾽ ἵνα φανεῖς ὁποῖος ὢν ἀνήρ Soph. настала тебе пора показать, что ты за человек; ἅλις ἵν᾽ ἐξήκεις δακρύων Soph. ты достаточно пролил слез;
3 проходить, приходить к концу, миновать (ὁ χρόνος ἐξῆκεν Lys., Xen., Plut.): πρίν μοι μοῖραν βίου ἐξήκειν Soph. прежде, чем окончится данная мне в удел жизнь;
4 исполняться, сбываться: συμβάλλομαι ἐξήκειν μοι τὸ χρηστήριον Her. полагаю, что это пророчество исполнилось;
5 становиться, оказываться: τὰ παντ᾽ ἂν ἐξήκοι σαφῆ Soph. все, как будто, стало ясно.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξήκω: μέλλ. -ξω, φθάνω, ἐξήκεις δ’ ἵνα φανεῖς ὁποῖος ὢν ἀνὴρ ἐμὸς καλεῖ, ἦλθες εἰς ὥραν καθ’ ἣν πρέπει νὰ δείξῃς ὁποῖος ὢν καλεῖσαι υἱός μου, Σοφ. Τρ. 1157· ἅλις ἵν’ ἐξήκεις δακρύων, φθάνουν πλέον τὰ δάκρυα, ἀρκετὰ δάκρυα ἔχυσες, ὁ αὐτ. Ο. Τ. 1515· ἀτελές τι καὶ οὐκ ἐξῆκον ἐκεῖσε... οἷ πάντα δεῖ ἀφήκειν Πλάτ. Πολ. 530Ε· δεῦρο ἐξ. ὁ αὐτὸς ἐν Ἐπιν. 987Α· εἴς τι Πλούτ. 2. 833F, κτλ.· μετὰ συστοίχ. αἰτ., ἐξ. ὁδὸν Σοφ. Ἠλ. 1318. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, ἔχω λήξει, ἔχω τελειώσει, ὡς ἐξήκει τέ οἱ ὁ χρόνος τῆς ζημίης, καὶ ὅτε ἔληξεν ὁ χρόνος τῆς τιμωρίας του, Ἡρόδ. 2. 111, Σοφ. Φιλ. 199, Λυσ. 109. 14, Ξεν. Ἀν. 6. 3, 36· πρίν μοι μοῖραν ἐξήκειν βίου Σοφ. Ἀντ. 896· ἐξήκει ἡ ἀρχή, ἡ προθεσμία Πλάτ. Νόμοι 766C, Νόμος παρὰ Δημ. 1055. 4. 2)ἐπὶ προφητειῶν, ἐνυπνίων κλ., ἐκπληροῦμαι, βασιλέος ὀνομασθέντος τοῦ παιδός, ἐξήκειν τε τὸν ὄνειρον Ἡρόδ. 1. 120., 6. 80· τὰ πάντα ἂν ἐξήκοι σαφῆ Σοφ. Ο. Τ. 1182· πρβλ. ἐξέρχομαι ΙΙΙ.
Greek Monolingual
ἐξήκω (Α) ήκω
1. φθάνω, έρχομαι («ἐπειδὰν αἱ κλήσεις ἐξήκωσιν εἰς τὸ δικαστήριον», Πλούτ.)
2. (για χρόνο) περνώ, λήγω («ἐπειδὴ τοίνυν ὁ χρόνος οὗτος ἐξήκει», Λυσ.)
3. (για χρησμούς, όνειρα κ.λπ.) πραγματοποιούμαι
4. (για μαγικές πράξεις) πετυχαίνω.
Greek Monotonic
ἐξήκω: μέλ. -ξω,
I. έχω φθάσει σε κάποιο συγκεκριμένο σημείο, σε Σοφ., Πλάτ.
II. λέγεται για χρόνο, έχω τελειώσει ή έχω λήξει, έχω ολοκληρωθεί, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.
2. λέγεται για προφητείες, όνειρα κ.λπ.· επαληθεύομαι, εκπληρώνομαι, στον ίδ., σε Ηρόδ.
Middle Liddell
fut. ξω
I. to have reached a certain point, Soph., Plat.
II. of time, to have run out or expired, to be over, Hdt., Soph., etc.
2. of prophecies, dreams, etc. to turn out true, Soph., Hdt.