ἐξαερίζω

English (LSJ)

= ἐξαερόω (make into air, volatilise, evaporate), Simp. in Cael. 571.8 (Pass.).

Spanish (DGE)

convertir en vapor en v. pas. τὸ ὕδωρ ἐξαεριζόμενον καὶ ἀραιούμενον Simp.in Cael.571.8.

Greek Monolingual

και ξαερίζωἐξαερίζω)
νεοελλ.
διώχνω τον αέρα ή άλλο αέριο από κλειστό χώρο («εξαερίζω μηχανή»)
αρχ.
μεταβάλλω σε αέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. εξαερίζω < εξ + αερίζω. Το νεοελλ. είναι απόδοση στα Ελλ. του γαλλ. purger d'air (la machine) και μαρτυρείται από το 1858 στο Ναυτικόν Ονοματολόγιον].