ἐξαθροίζομαι

English (LSJ)

Med., seek out and collect, E.Ph.1169.

Spanish (DGE)

reunir νιν πάλιν κυναγὸς ὡσεὶ παῖς σὸς ἐξαθροίζεται E.Ph.1169, cf. dud. en v. act. Sch.ad loc.

German (Pape)

[Seite 863] med., heraussuchen u. versammeln, Eur. Phoen. 1169.

French (Bailly abrégé)

rassembler, ramasser.
Étymologie: ἐξ, ἁθροίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξαθροίζομαι: разыскивая собирать (φυγάδας Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαθροίζομαι: μέσ., τοὺς φεύγοντας ἐκ τῆς μάχης συναθροίζω πάλιν εἰς σῶμα, τοὺς «ξαναμαζεύω», ἀλλά νιν πάλιν, κυναγὸς ὡσεί, παῖς σὸς ἐξαθροίζεται, πύργοις δ’ ἐπέστησ’ αὖθις Εὐρ. Φοίν. 1169.

Greek Monolingual

ἐξαθροίζομαι (Α) αθροίζομαι
συγκεντρώνω και ανασυντάσσω τους στρατιώτες που έφυγαν από τη μάχη.

Greek Monotonic

ἐξαθροίζομαι: Μέσ., αναζητώ και συγκεντρώνω, σε Ευρ.

Middle Liddell

Mid. to seek out and collect, Eur.