ἐξόρκωσις
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A binding by oath, Id.4.154.
II exorcism, J.AJ8.2.5 (pl.).
German (Pape)
[Seite 887] ἡ, das Schwörenlassen, die Vereidigung, Her. 4, 154.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de faire prêter serment.
Étymologie: ἐξορκόω.
Russian (Dvoretsky)
ἐξόρκωσις: εως ἡ обязывание клятвой: ἐ. τοῦ Ἐτεάρχου Her. клятва, данная Этеарху.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξόρκωσις: -εως, ἡ, δι᾿ ὅρκου ὑποχρέωσις. ἀποσιεύμενος τὴν ἐξόρκωσιν τοῦ ᾿Ετεάρχου, ἀπολύων ἑαυτὸν (ὁ Θεμίσων) τῆς ὑποχρεώσεως τοῦ ὅρκου ὃν ἐπέβαλεν αὐτῷ ὁ Ἐτέαρχος, Ἡρόδ. 4. 154. Ἴδε ἀφοσιόω ΙΙ. 2.
Greek Monolingual
ἐξόρκωσις, η (Α) εξορκώ
1. ένορκη υποχρέωση
2. εξορκισμός.
Greek Monotonic
ἐξόρκωσις: -εως, ἡ, δέσμευση μέσω όρκου, σε Ηρόδ.