ἐπίρρικνος
English (LSJ)
ἐπίρρικνον, 'fine', wiry, σκέλη X.Cyn.4.1 (περικνά codd.), Poll. 5.58.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
un peu ramassé sur soi-même, un peu grêle.
Étymologie: ἐπί, ῥικνός.
German (Pape)
etwas zusammengeschrumpft, mager, Xen. Cyn. 4.1.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίρρικνος: несколько сухопарый, худощавый (σκήλη Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίρρικνος: -ον, ῥυτιδώδης, Ξεν. Κυν. 4, 1.
Greek Monolingual
ἐπίρρικνος, -ον (Α) ρικνός
αδύνατος, ισχνός, ρυτιδωμένος («σκέλη πολύ μείζω τὰ ὄπισθεν τῶν ἔμπροσθεν, καὶ ἐπίρρικνα», Ξεν.).
Greek Monotonic
ἐπίρρικνος: -ον, ρυτιδιασμένος, σε Ξεν.
Middle Liddell
ἐπίρ-ρικνος, ον
shrunk up, Xen.