ἐπακέομαι

English (LSJ)

Delph. ἐφακ-, repair, τὸν δρόμον, τὰς γεφύρας, IG22.1126.37,41 (Amphict. Delph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπᾰκέομαι: Μέσ., διορθώνω, ἐπισκευάζω, τὸν δρόμον, τὰς γεφύρας Ἐπιγρ. ἐν Δελφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1688. 37, 41 (ἔνθα εἶναι γεγραμμένον ἐφακ-).

Greek Monolingual

ἐπακέομαι και (σε επιγρ.) έφακέομαι (Α)
διορθώνω, επισκευάζω.