ἐπισκευάζω Search Google

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισκευάζω Medium diacritics: ἐπισκευάζω Low diacritics: επισκευάζω Capitals: ΕΠΙΣΚΕΥΑΖΩ
Transliteration A: episkeuázō Transliteration B: episkeuazō Transliteration C: episkevazo Beta Code: e)piskeua/zw

English (LSJ)

A fut. ἐπισκευῶ PSI4.382.3 (iii B.C.):—get ready, δεῖπνον Ar.Ec.1147 (Pass.); ἐπισκευάζω ναῦν refit, Th.1.29, etc.; ἐπισκευάζω ἵππους saddle, equip them, X.HG5.3.1 (s.v.l.):—Med., ἐπισκευάσασθαι ναῦς have them refitted, Th.7.36; ἐπισκευάζω ὑποζύγια have them packed, pack them, X. HG7.2.18.
2. τὰ χρήματα ἐφ' ἁμαξῶν ἐπισκευάσαι pack them upon... Id.Cyr.7.3.1.
3. Med., provide oneself with necessaries for a journey, Act.Ap.21.15.
II. make afresh, repair, restore, τὰ τείχη Th.7.24; τὸν ναόν Inscr. ap. X.An.5.3.13; τὰς τριήρεις And.3.14, cf. Lys.Fr.34; τὰς ὁδούς D.3.29:—Med., πόλιν παλαιὰν ἐ. διεφθαρμένην Pl.Lg.738b:—Pass., PPetr.2pp.34,62 (iii B.C.).
2. metaph., reconstruct, [τὴν διαλεκτικήν] Arist.Rh.1359b15.

German (Pape)

[Seite 978] Etwas wiederherstellen, ausbessern; τείχη Thuc. 7, 24; Xen. Hell. 4, 8, 8; ναόν, im Stande erhalten, An. 5, 3, 13; ναῦς Andoc. 3, 14; Thuc. u. A.; τὰς ὁδούς Dem. 3, 29; φρούρια 19, 125; τὰ πομπεῖα 22, 69; im med. für sich, οὔτ' ἂν παλαιὰν διεφθαρμένην ἐπισκευάζηται Plat. Legg. V, 738 b, wie ναῦς Thuc. 7, 36. 8, 43; – ἐπισκευάσαι τὰ χρήματα ἐφ' ἁρμάτων, die Sachen auf die Wagen packen, Xen. Cyr. 7, 3, 1; med., ἐπισκευασάμενοι ὑποζύγια Hell. 7, 2, 18. – Übh. zurüsten, ausrüsten, ναῦς u. dgl., Thuc. 1, 29; λέμβους Pol. 2, 9, 1; τὸ δεῖπνον αὐτοῖς ἐστ' ἐπεσκευασμένον, das Mahl ist bereitet, Ar. Eccl. 1147; τὰ ἐπεσκευασμένα, = ἐπισκευή, Is. 5, 29. – Adj. verb. ἐπισκευαστός, Plat. Polit. 270 a u. A.

French (Bailly abrégé)

1 charger les bagages sur : τι ἐφ' ἁμαξῶν XÉN charger qch sur des chariots;
2 en gén. préparer, disposer, appareiller, mettre en état, acc. : ναῦν THC appareiller un navire ; ἵππους XÉN seller, harnacher des chevaux;
3 remettre en état ; restaurer : τείχη THC, ναόν XÉN reconstruire des murs, un temple ; ὁδούς DÉM réparer des routes ; ναῦν THC réparer un navire;
Moy. ἐπισκευάζομαι préparer pour soi : ὑποζύγια XÉN charger (pour soi) des bêtes de somme ; ναῦν THC équiper (pour soi) un navire.
Étymologie: ἐπί, σκευάζω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπισκευάζω:
1 готовить, приготовлять (δεῖπνον Arph.): ἐ. ἑαυτόν Arst. или NT med. готовиться;
2 грузить, нагружать (τὰ χρήματα ἐφ᾽ ἁμαξῶν Xen.);
3 навьючивать (τὰς ἡμιόνους Arst.; med. ὑποζύγια Xen.);
4 надевать сбрую, седлать (ἵππους Xen.);
5 оснащать, снаряжать (ναῦν Thuc.; λέμβους Polyb.);
6 тж. med. восстанавливать, отстраивать (τείχη Thuc., Xen.; παλαιὰν πόλιν διεφθαρμένην Plat.);
7 чинить, ремонтировать (ὁδούς Dem.; τὰς ἀναβάσεις Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισκευάζω: παρασκευάζω, ἑτοιμάζω, δεῖπνον Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1147, ἐν τῷ Παθ.: ― ἐπ. ναῦν, ἑτοιμάζειν, ἐξαρτύειν, Θουκ. 1. 29, κτλ.· ἐπ. ἵππους, ἐπισάττειν, ἑτοιμάζειν, Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 1: ― Μέσ., ἐπισκευάζεσθαι ναῦν, παρασκευάζειν πρὸς ἀπόπλουν, Θουκ. 7. 36· ἀγοράσαντες δὲ καὶ ἐπισκευασάμενοι ὁπόσα ἐδύναντο ὑποζύγια νυκτὸς ἀπῇσαν, ἐφοδιάσαντες αὐτὰ μὲ τὰ ἀπαιτούμενα, Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 18· ἐπ. τὴν διαλεκτικὴν εἰς… Ἀριστ. Ρητ. 1. 4, 6. 2) ὡσαύτως τὰ χρήματα ἐφ’ ἁμαξῶν ἐπισκευάσαι, νὰ τοποθετήσωσιν αὐτὰ ἐφ’ ἁμαξῶν, Ξεν. Κύρ. 7. 3, 1. ΙΙ. ἐπισκευάζω, ἀνακαινίζω, διορθώνω ὡς νῦν Λατ. reficere, τὰ τείχη Θουκ. 7. 24· τὸν ναὸν Ξεν. Ἀν. 5. 3, 13· τὰ τριήρεις Ἀνδοκ. 26. 18, πρβλ. Λυσ. Ἀποσπ. 18· τὰς ὁδοὺς Δημ. 36. 17· καὶ ἐν τῷ Μέσ., πόλιν παλαιὰν ἐπ. Πλάτ. Νόμοι 738Β.

English (Thayer)

to furnish with things necessary; middle, to furnish oneself or for oneself: ἐπισκευασάμενοι, having gathered and made ready the things necessary for the journey, L T Tr WH, for R G ἀποσκευασάμενοι (which see in its place).

Greek Monolingual

(AM ἐπισκευάζω) σκευή
επαναφέρω κάτι σε καλή κατάσταση, διορθώνω
αρχ.
1. ετοιμάζω, παρασκευάζω («τὸ δεῖπνον αὐτοῖς ἔστ’ ἐπεσκευασμένον»)
2. (για πλοία) συμπληρώνω τον εξοπλισμό («ἐπισκευάσας λέμβους... ἐξαπέστειλε», Πολ.)
3. (για ζώα) σαμαρώνω
4. φορτώνω («τἄλλα χρήματα ἐφ’ ἁμαξῶν ἐπισκευάσαι», Ξεν.)
5. προάγω («τὴν διαλεκτικήν... ἐπισκευάζων εἰς ἐπιστήμας ὑποκειμένων τινῶν πραγμάτων», Αριστοτ.)
6. μεσ. ἐπισκευάζομαι
εφοδιάζω με τα αναγκαία.

Greek Monotonic

ἐπισκευάζω: μέλ. -σω,
I. 1. ετοιμάζω, εφοδιάζω, εξοπλίζω, σε Θουκ., Ξεν. — Μέσ., ἐπισκευάζεσθαι ναῦν, παρασκευή, προετοιμασία πλοίου για απόπλου, σε Θουκ.
2. τὰ χρήματα ἐφ' ἁμαξῶν ἐπισκευάσαι, τοποθέτηση αυτών σε άμαξες, σε Ξεν.
II. διορθώνω, ανακαινίζω, επισκευάζω, επιδιορθώνω, Λατ. reficere, σε Θουκ., Ξεν.

Middle Liddell

fut. σω
I. to get ready, to equip, fit out, Thuc., Xen.:—Mid., ἐπισκευάζεσθαι ναῦν to have a ship equipped, Thuc.
2. τὰ χρήματα ἐφ' ἁμαξῶν ἐπισκευάσαι to pack them upon wagons, Xen.
II. to make afresh, to repair, Lat. reficere, Thuc., Xen.

Lexicon Thucydideum

instruere (navem), to equip (a ship), 1.29.3,
reficere, to restore, repair, 6.104.2, 7.1.1, 7.24.1, 7.38.2,
similiter similarly 8.107.1.
PASS. 8.43.2,
MED. instruere (navem), to equip (a ship), 7.36.2, [vulgo commonly ἐπεσκευασμένοι]

Translations