ἐπαναμιμνήσκω

German (Pape)

[Seite 900] (s. μιμνήσκω), wieder erinnern, τινά, Plat. Legg. III, 688 a; Dem. 6, 35.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαναμιμνήσκω: μέλλ. -μνήσω, ἀναμιμνήσκω, ὑπενθυμίζω πάλιν, φέρω τι εἰς τὸν νοῦν τινος πάλιν, αὐτός τε ἐμνήσθην καὶ ὑμᾶς ἐπαναμιμνήσκω Πλάτ. Νόμοι 688Α, Δημ. 74. 9· ἀπολ., Ἀριστ. π. Μνήμ. 1, 19.

English (Strong)

from ἐπί and ἀναμιμνήσκω; to remind of: put in mind.

Greek Monolingual

ἐπαναμιμνήσκω (Α)
υπενθυμίζω ξανά.

Greek Monotonic

ἐπαναμιμνήσκω: μέλ. -αναμνήσω, υπενθυμίζω σε κάποιον κάτι, τινά τι, σε Πλάτ.

Middle Liddell

fut. -αναμνήσω
to remind one of, τινά τι Plat.