ἐπιβουλευτής

English (LSJ)

ἐπιβουλευτοῦ, ὁ, one who plots against, ἐ. στρατοῦ S.Aj.726.

German (Pape)

[Seite 930] ὁ, der Nachsteller, στρατοῦ Soph. Ai. 713; Ios.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui tend des embûches.
Étymologie: ἐπιβουλεύω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιβουλευτής: οῦ ὁ злоумышляющий, замышляющий преступление (τινος Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιβουλευτής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐπιβουλεύων, ἐπίβουλος, τὸν τοῦ μανέντος κἀπιβουλευτοῦ στρατοῦ ξύναιμον ἀποκαλοῦντες Σοφ. Αἴ. 726.

Greek Monolingual

ἐπιβουλευτής, ο (Α) επιβουλεύω
επίβουλος.

Greek Monotonic

ἐπιβουλευτής: -οῦ, ὁ, αυτός που συνωμοτεί, μηχανορραφεί εναντίον κάποιου, με γεν., σε Σοφ.

Middle Liddell

ἐπιβουλευτής, οῦ, [from ἐπιβουλεύω
one who plots against, c. gen., Soph.