ἐπιβώτωρ

English (LSJ)

-ορος, ὁ, shepherd, ἐπιβώτορι μήλων Od.13.222.

German (Pape)

[Seite 931] ορος, ὁ, der Hirt, Homer einmal, Odyss. 13, 222 ἐπιβώτορι μήλων, = βώτορι, Homerisch das compos. anstatt des simpl., vgl. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 109.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
berger, pâtre.
Étymologie: ἐπί, βόσκω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιβώτωρ: ορος ὁ пастух Hom.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιβώτωρ: -ορος, ὁ, = βώτωρ, βώτης, ποιμήν, ἐπιβώτορι μήλων Ὀδ. Ν. 222, ἴδε Ἡσύχ. ἐν λέξει, πρβλ. δὲ καὶ τὴν λέξιν ἐπιβουκόλος.

English (Autenrieth)

ορος: μήλων, shepherd, Od. 13.222. Cf. ἐπιβουκόλος.

Greek Monolingual

ἐπιβώτωρ, ο (Α)
ο βοσκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βώτωρ (< βόσκω)].

Greek Monotonic

ἐπιβώτωρ: -ορος, ὁ (βιώτης), αρχιποιμένας, αρχιτσοπάνης, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

ἐπι-βώτωρ, ορος, βώτης
an over-shepherd, Od.