ἐπιδέρκομαι
English (LSJ)
look upon, behold, τι, τινάς, Hes.Op.268, Th.760, etc.; Hom. only as v.l., Od.11.16.
German (Pape)
[Seite 936] (s. δέρκομαι), darauf-, ansehen, τινά, Hes. O. 266 u. sp. D., wie An. Rh. 2, 1179; dah. ἐπίδερκτος, sichtbar, Empedocl. 330.
French (Bailly abrégé)
Greek Monolingual
ἐπιδέρκομαι (Α)
παρατηρώ, κοιτάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δέρκομαι «βλέπω προσεκτικά»].