ἐπιδεσπόζω

English (LSJ)

to be lord over, στρατῷ A.Pers.241.

German (Pape)

[Seite 936] darüber herrschen, στρατοῦ Aesch. Pers. 237.

French (Bailly abrégé)

dominer sur, gén..
Étymologie: ἐπί, δεσπόζω.

Greek Monolingual

ἐπιδεσπόζω (Α)
εξουσιάζω ολοκληρωτικά («τίς δὲ ποιμάνωρ ἔπεστι κἀπιδεσπόζει στρατῷ», Αισχ.).

Greek Monotonic

ἐπιδεσπόζω: μέλ. -σω, είμαι κύριος, είμαι αρχηγός, στρατοῦ, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιδεσπόζω: повелевать, начальствовать (στρατοῦ Aesch.).

Middle Liddell

fut. σω
to be lord over, στρατοῦ Aesch.