ἐπιζήτημα

English (LSJ)

-ατος, τό, requirement, demand, Phld.D. 1.16 (pl.); τὰ φυσικὰ ἐ. Id.Oec.p.14J.

German (Pape)

[Seite 941] τό, das Gesuchte, die Frage, Clem. Al.

Greek Monolingual

ἐπιζήτημα, τὸ (Α) επιζητώ
ζήτημα, αίτημα, απαίτηση.