ἐπιθυμίαμα
English (LSJ)
-ατος, τό, incense-offering, S.OT913, prob. in BGU1.10 (ii/iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 944] τό, das Räucherwerk, Soph. O. R. 913.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
fumée d'un parfum qu'on brûle.
Étymologie: ἐπιθυμιάω.
Greek Monolingual
ἐπιθυμίαμα, τὸ (Α)
προσφορά θυμιάματος («στέφη λαβούσῃ κἀπιθυμιάματα», Σοφ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θυμίαμα.
Greek Monotonic
ἐπιθῡμίᾱμα: -ατος, τό, προσφορά θυμιάματος, λιβανιού, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιθῡμίᾱμα: ατος τό культ. благовонное курение, фимиам Soph.
Middle Liddell
ἐπιθῡμίᾱμα, ατος, τό,
an incense-offering, Soph. [from ἐπιθῡμιάω]