ἐπικαταρρήγνυμαι

French (Bailly abrégé)

éclater et tomber sur.
Étymologie: ἐπί, καταρρήγνυμαι.

Greek Monotonic

ἐπικαταρρήγνῠμαι: Παθ., πέφτω ορμητικά, κατέρχομαι με ορμή κάτω, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικαταρρήγνῠμαι: (вслед за чем-л.) обрушиваться (ливнем), низвергаться (ταῖς μάχαις ὑετοὺς ἐ. λέγουσιν Plut.).

Middle Liddell

Pass. to fall violently down, Plut.