ἐπιλίζω

English (LSJ)

whizz, of arrows, Nic.Fr.100 (cited as from Men. by An. Ox.1.267).

German (Pape)

[Seite 958] obenhin ritzend, Nic. bei E. M. σίζω; ἐπιλίξαι, = ἐπιψαῦσαι ἐπιπολαίως, Schol. Od. 22, 278.

French (Bailly abrégé)

effleurer.
Étymologie: ἐπί, λίζω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιλίζω: ἐπιψαύω ἐπιπολαίως τὴν ἐπιφάνειαν τοῦ σώματος, Νίκανδρος ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμ. σ. 712. 34, ἐν λ. σίζω.

Greek Monolingual

ἐπιλίζω (Α)
αγγίζω επιπόλαια την επιφάνεια του δέρματος.