ἐπιλωβές, injurious, mischievous, Nic.Th.35,771.
[Seite 959] ές, schädlich, Nic. Th. 35. 771.
ἐπιλωβής: -ές, (λώβη) ἐπιβλαβής, βλαβερός, Νικ. Θ. 35, 771.
ἐπιλωβής, -ές (Α)επιβλαβής.