ἐπιπαρέξειμι

English (LSJ)

pass farther along, of the sun (relatively to the moon), Arist.Pr.912a11.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιπαρέξειμι: (постепенно) выходить, появляться (ἐπιπαρεξιὼν ὁ ἥλιος Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπαρέξειμι: (εἶμι), ἐξέρχομαι ἐπί τι, ἐπιπαρεξιὼν ὁ ἥλιος Ἀριστ. Προβλ. 15. 7.

Greek Monolingual

ἐπιπαρέξειμι (Α) παρέξειμι
προσπερνώ, διέρχομαι περαιτέρω.