προσπερνώ

From LSJ

Ψεύδει γὰρ ἡ ‘πίνοια τὴν γνώμην → A second thought proves one's first thought false

Sophocles, Antigone, 389

Greek Monolingual

και προσπερνάω Ν
1. πλησιάζω και ξεπερνώ κάποιον σε πορεία
2. περνώ μπροστά από κάποιον και απομακρύνομαι («κι ίδια παλιάτσους ένιωθα να προσπερνάνε μπρος μου», Ζερβ.)
3. προηγούμαι
4. μτφ. είμαι ανώτερος, υπερτερώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + περνώ, με παρετυμολογική επίδραση της πρόθεσης πρός.