προσπερνώ

From LSJ

Σοφία γάρ ἐστι καὶ μαθεῖν, ὃ μὴ νοεῖς → Et discere id, quod nescias, aspienta est → Zu lernen fordert Weisheit auch, was du nicht weißt

Menander, Monostichoi, 481

Greek Monolingual

και προσπερνάω Ν
1. πλησιάζω και ξεπερνώ κάποιον σε πορεία
2. περνώ μπροστά από κάποιον και απομακρύνομαι («κι ίδια παλιάτσους ένιωθα να προσπερνάνε μπρος μου», Ζερβ.)
3. προηγούμαι
4. μτφ. είμαι ανώτερος, υπερτερώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + περνώ, με παρετυμολογική επίδραση της πρόθεσης πρός.