ἐπιπηδάω

English (LSJ)

fut. -ήσομαι Pl.Ly.216a:—leap upon, rush at, assault, ἀγρίως ἐ. τινί Ar.V.705, cf. Pl.l.c., PTeb.44.18 (ii B.C.); ἐ. τῷ λόγῳ Plu.2.512d: c.gen., σκάφους J.BJ2.21.6; ἐπὶ τὴν τιμωρίαν ib.10; of male animals, ἐπιπηδῶν ὀχεύει Arist.HA539b32, cf. Pl.Phdr.254a: metaph., rush in, plunge in, τῇ τέχνῃ Gal.18(1).635.

German (Pape)

[Seite 969] hinausspringen, ὁ ἄῤῥην ἐπιπηδῶν ὀχεύει τἡν θήλειαν Arist. H. A. 5, 2 u. öfter; – darauf zuspringen, anfallen, ἵν' ἀγρίως αὐτοῖς ἐπιπηδᾷς Ar. Vesp. 705; τῷ ἐρωμένῳ Plat. Phaedr. 254 a; fut. med., ἡμῖν ἐπιπηδήσονται οἱ ἄνδρες Lys. 216 a; Sp.; übertr., λόγῳ Plut. garrul. 20.

French (Bailly abrégé)

ἐπιπηδῶ :
sauter sur, assaillir, τινι ; fig. assaillir d'injures.
Étymologie: ἐπί, πηδάω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιπηδάω:
1 вскакивать (τινι Plat., Arst.);
2 перен. наскакивать, набрасываться, накидываться (τινι Arph., Plat., Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπηδάω: μέλλ. -ήσομαι, Πλάτ. Λύσ. 216Α: - Πηδῶ κατεπάνω τινός, ἐπιπίπτω, προσβάλλω, ἀγρίας ἐπ. τινι Ἀριστοφ. Σφ. 705, πρβλ. Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐπ. τῷ λόγῳ Πλούτ. 2. 512D· ἐπὶ ἀρρένων ζῴων, ἐπιπηδῶν ὀχεύει Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 2. 4, πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρ. 254Α.

Greek Monotonic

ἐπιπηδάω: μέλ. -ήσομαι, πηδώ κατά πάνω, επιτίθεμαι, πλήττω, προσβάλλω, σε Αριστοφ., Πλάτ.

Middle Liddell

fut. ήσομαι
to leap upon, assault, Ar., Plat.