ἐπιρραπισμός

English (LSJ)

ὁ, = ἐπιρράπιξις (reproof), Plb. 2.64.4.

German (Pape)

ὁ, der Tadel, das Schelten, Pol. 2.64.4.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιρρᾰπισμός: ὁ досл. сечение, порка, перен. порицание Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιρραπισμός: ὁ, = ἐπιρράπιξις, Πολύβ. 2. 64, 4.

Greek Monolingual

ἐπιρραπισμός, ὁ (Α) επιρραπίζω
1. ειρωνεία, χλευασμός
2. επίπληξη, επιτίμηση.