ἐποποιία

English (LSJ)

Ep. ἐποποιίη, ἡ,
A epic poetry or an epic poem, Hdt.2.116, Arist. Po.1459b8, etc.
II divination by means of Homeric verses, PMag. Berol.1.328.

Spanish

adivinación por medio de versos épicos

Greek Monolingual

η (AM ἐποποιία, Α και ἐποποιίη)
1. η σύνθεση επικού ποιήματος
2. η επική ποίηση, το έπος («τὰ εἴδη ταυτὰ δεῖ ἔχειν τὴν ἐποποιίαν τῇ τραγῳδίᾳ», Αριστοτ.)
νεοελλ.
σειρά κατορθωμάτων ή ηρωικών πράξεων τα οποία θα άξιζε να υμνηθούν με τη σύνθεση έπους
αρχ.
χρησμός διατυπωμένος σε δακτυλικό εξάμετρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εποποιός. Όπως η αρχική σημασία της λ. έπος «διήγηση» εξελίχθηκε σε «ηρωική πράξη, κατόρθωμα» λόγω του περιεχομένου τών ποιητικών διηγήσεων του επικού κύκλου, έτσι και η σημ. της λ. εποποιία εξελίχθηκε στη σημ. «ηρωική πράξη» (ακριβέστερα «σειρά ηρωικών πράξεων»)].

Middle Liddell

ἐποποιΐα, ἡ,
epic poetry or an epic poem, Hdt. [from ἐποποιός

Léxico de magia

adivinación por medio de versos épicos ὅταν εἰσέλθῃ, ἐρώτα αὐτόν, περὶ οὗ θέλεις, περὶ μαντείας, περὶ ἐποποιίας cuando se presente, pregúntale sobre lo que quieras, sobre profecía, sobre adivinación por medio de versos épicos P I 328