ἐποποιός

From LSJ

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐποποιός Medium diacritics: ἐποποιός Low diacritics: εποποιός Capitals: ΕΠΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: epopoiós Transliteration B: epopoios Transliteration C: epopoios Beta Code: e)popoio/s

English (LSJ)

ὁ, epic poet, Hdt.2.120, Arist.Po. 1447b14, Neanth.26J.: generally, verse-maker, Luc.JTr.6.

German (Pape)

[Seite 1008] ὁ, der epische Dichter, der ein episches Gedicht macht, Her. 2, 120; Arist. poet. oft, rhet. 3, 3. – Der Versmacher übh., Luc. Iup. Trag. 6.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 poète épique;
2 poète en gén.
Étymologie: ἔπος, ποιέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐποποιός:
1 эпический поэт Her., Arst.;
2 стихотворец, поэт Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ἐποποιός: ὁ, ἐπικὸς ποιητής, Ἡρόδ. 2. 120, Ἀριστ. Ποιητ. 1. 10· καθόλου, στιχουργός, Λουκ. Ζεὺς Τραγ. 6.

Greek Monolingual

ο (AM ἐποποιός)
επικός ποιητής, συνθέτης επικού ποιήματος
αρχ.
γεν. στιχουργός, ποιητής («ἐποποιῶν... καὶ ραψῳδῶν τὰ τοιαῦτα, ἐγὼ δὲ ἥκιστα ποιητικός εἰμι», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < έπος + -ποιος (< ποιώ)].

Greek Monotonic

ἐποποιός: ὁ, (ποιέω), επικός ποιητής, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ἐπο-ποιός, ὁ, ποιέω
an epic poet, Hdt.