ἐράνισις

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A collecting of contributions, contributing, Pl.Lg.915e.
II (written ἐράνησις) feeding, maintenance, προβάτων PMasp.141vbΙΙ (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 1017] ἡ, = Folgdm, Plat. Legg. XI, 915 e.

Russian (Dvoretsky)

ἐράνῐσις: εως (ᾰ) ἡ сбор паев, устройство складчины Plat.

Greek (Liddell-Scott)

ἐράνῐσις: -εως, ἡ, συλλογὴ συνεισφορῶν, συνεισφορά, Πλάτ. Νόμ. 915Ε· προσέτι, ἐρανισμός, ὁ, Διον. Ἁλ. 6. 96.

Greek Monolingual

ἐράνισις, ἡ (Α) ερανίζω
1. συλλογή συνεισφορών.