ἐρίθαλλος

English (LSJ)

ἐρίθαλλον, growing luxuriantly, flourishing, of plants and trees, Simon.54 (s.v.l.).

German (Pape)

[Seite 1028] üppig sprossend, πρῖνος Simonid. bei Plut. Thes. 17. Vgl. ἐριθηλής.

Russian (Dvoretsky)

ἐρίθαλλος: пышно цветущий (πρινὸς - v.l. πρῖνος - ἄνθος Simonides ap. Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐρίθαλλος: -ον, (θάλλω) ὁ σφόδρα θάλλων, ἐπὶ φυτῶν καὶ δένδρων, Σιμωνίδ. 23· πρβλ. 23· πρβλ. ἐριθηλής.

Greek Monolingual

ἐρίθαλλος, -ον (Α)
(για φυτά) αυτός που θάλλει πολύ («πρίνου ἄνθει ἐριθάλλου», Σιμων.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι-(επιτ. μόριο) + θαλλός, (< θάλλω)].