ἐργατήσιος

English (LSJ)

α, ον, = ἐργάσιμος, χώρα dub. in Plu. Cat.Ma.21 (v.l. ἔργα πίσσια).

German (Pape)

[Seite 1020] einträglich, ergiebig, χώρα Plut. Cat. mai. 21.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
productif, fertile.
Étymologie: ἐργάτης.

Russian (Dvoretsky)

ἐργᾰτήσιος: плодородный, доходный (χώρα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐργᾰτήσιος: -α, -ον, παρέχων εἰσόδημα, χώρα Πλουτ. Κάτων Πρεσβ. 21.

Greek Monolingual

ἐργατήσιος, -ία, -ιον (Α)
φρ. «ἐργατήσιος χώρα» — χώρα που παρέχει εισόδημα, εύφορη.

Greek Monotonic

ἐργᾰτήσιος: -α, -ον, αυτός που παρέχει εισόδημα, προσοδοφόρος, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ἐργᾰτήσιος, η, ον
producing an income, Plut.