ἐριγηθής

English (LSJ)

ἐριγηθές, very joyful, Orph.L.Prooem. 24.

German (Pape)

[Seite 1028] ές, sehr erfreuend, νίκη, Orph. Lith. pr. 24.

Greek (Liddell-Scott)

ἐριγηθής: -ές, λίαν περιχαρής, Ὀρφ. Λιθ. 24.

Greek Monolingual

ἐριγηθής, -ές (Α)
περιχαρής, χαρμόσυνος («ἐριγηθῇ νίκην», Ορφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -γηθής (< γήθος «χαρά»].