ἐρινόν

English (LSJ)

τό, wild fig, ἐρίν' ἀπέδοτο, σῦκα πωλεῖν ὀμνύων Alex.128.8, cf. Thphr. HP 2.8.2, v.l. in Arist.HA557b28; read by Aristarch. in Od.5.281.

German (Pape)

[Seite 1029] τό, = ἐρινεόν, jetzt gew. Theophr.; Alex. Ath. III, 76 d ff.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρῑνόν: τό, ἄωρον σῦκον, Ἄλεξ. ἐν «Λέβητι» 1, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 8, 1.

Greek Monolingual

ἐρινόν, τὸ (Α) ερινεός
άγριο σύκο, καρπός της αγριοσυκιάς.