ἐφέσπερος
English (LSJ)
ἐφέσπερον, (ἑσπέρα) western, νομός prob. in S.OC1059 (lyr.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
situé au couchant, occidental.
Étymologie: ἐπί, ἑσπέρα.
German (Pape)
Russian (Dvoretsky)
ἐφέσπερος: лежащий на западе, западный (χῶρος Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
Greek Monolingual
ἐφέσπερος, -ον (Α)
δυτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἕσπερος «δυτικός»].