ἐφέψω
English (LSJ)
boil over again, Philoch.171:—Pass., ἐφεψομένου ὕδατος boiling over, Pall.Febr.12.
German (Pape)
[Seite 1116] (s. ἕψω), noch einmal kochen, Ath. XIV, 656 b; ἐφέψεται ὕδωρ, aufkochen, Pallad.
French (Bailly abrégé)
fut. de ἐφέπω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐφέψω: ἐκ νέου βράζω, Ἀθήν. 656Β· πρβλ. ἐποπτάω: - Παθ., ἐφέψεται ὕδωρ, κοχλάζει, Παλλάδ. (Ἰατρὸς) περὶ Πυρετῶν σ. 40.
Greek Monolingual
ἐφέψω (Α)
1. ξαναβράζω, ξαναμαγειρεύω
2. κοχλάζω, αναβράζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἕψω «βράζω»].