αναβράζω

From LSJ

λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble

Source

Greek Monolingual

ἀναβράζω)
βράζω, κοχλάζω
νεοελλ.
1. (για το κρασί) υφίσταμαι ζύμωση
2. (για τη θάλασσα) βγάζω αφρούς, αφρίζω
3. βρίσκομαι σε αναβρασμό ψυχής, είμαι εξοργισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + βράζω.
ΠΑΡ. νεοελλ. ανάβρασμα].