αναβράζω

From LSJ

Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind

Menander, Monostichoi, 438

Greek Monolingual

ἀναβράζω)
βράζω, κοχλάζω
νεοελλ.
1. (για το κρασί) υφίσταμαι ζύμωση
2. (για τη θάλασσα) βγάζω αφρούς, αφρίζω
3. βρίσκομαι σε αναβρασμό ψυχής, είμαι εξοργισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + βράζω.
ΠΑΡ. νεοελλ. ανάβρασμα].