Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind
(Α ἀναβράζω)
βράζω, κοχλάζω
νεοελλ.
1. (για το κρασί) υφίσταμαι ζύμωση
2. (για τη θάλασσα) βγάζω αφρούς, αφρίζω
3. βρίσκομαι σε αναβρασμό ψυχής, είμαι εξοργισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + βράζω.
ΠΑΡ. νεοελλ. ανάβρασμα].