ἐφαιρέομαι
German (Pape)
[Seite 1112] (s. αἱρέω), noch dazu wählen, D. C. 49, 43; ἐφῃρημένος, noch dazu gewählt, phuc. 4, 38.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
élire à la place d'un autre ; Pass. (part. pf. ἐφῃρημένος) être élu en remplacement d'un autre.
Étymologie: ἐπί, αἱρέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐφαιρέομαι: дополнительно выбирать: ὁ ἐφῃρημένος μετά τινα Thuc. избранный на место кого-л.
Greek (Liddell-Scott)
ἐφαιρέομαι: Παθ., ἐκλέγομαι ἢ διορίζομαι ὅπως διαδεχθῶ ἄλλον, Θουκ. 4. 38, Συλλ. Ἐπιγρ. 1845. 93. - Μέσ., ἐκλέγω διάδοχον, Λατ. subrogare, Δίων Κ. 49. 43. - ὁ ἐνεργ. τύπος ἐφαιρεῖν εὕρηται ἐν Ἐπιγρ. Δελφ. W. et F. 167.
Greek Monotonic
ἐφαιρέομαι: Παθ., εκλέγομαι ή διορίζομαι ως διάδοχος κάποιου, σε Θουκ.
Middle Liddell
Lexicon Thucydideum
vid. see ἐφῃρημένος.