ἐχεμυθέω

English (LSJ)

to hold one's peace, Ph.1.309, al., J.BJ 1.24.1, Luc.DDeor.21.2; τὰ ἀπόρρητα καὶ ἐχεμυθούμενα things unspoken, Iambl.Protr.21; a Pythagorean word, εἰ δύνανται ἐ. Id.VP 20.94.

German (Pape)

[Seite 1124] die Rede an sich halten, verschwiegen sein, Luc. D. D. 21, 2 u. öfter; τὰ ἐχεμυθούμενα καὶ ἀπόῤῥητα Iambl., nach dem Pythagoras bes. das Wort brauchte, V. Pyth. 94.

French (Bailly abrégé)

ἐχεμυθῶ :
être silencieux, discret.
Étymologie: ἐχέμυθος.

Russian (Dvoretsky)

ἐχεμῡθέω: хранить молчание Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ἐχεμῡθέω: σιγῶ, σιωπῶ, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 21. 2· τὰ ἀπόρρητα καὶ ἐχεμυθούμενα, πράγματα μὴ λεγόμενα, κρατούμενα μυστικά, Ἰαμβλ. Προρ. σ. 310· λέξις Πυθαγόρειος, ὁ αὐτ. ἐν Βίῳ Πυθαγ. 94.

Greek Monotonic

ἐχεμῡθέω: μέλ. -ήσω, φυλάσσω μυστικό, σε Λουκ.

Middle Liddell

fut. ήσω
to hold one's peace, Luc. [from ἐχέμῡθος]