ἐχθόσδικος

English (LSJ)

δίκα suit with a foreigner, IG5(2).357.26 (Stymphalus, iii B.C.).

Greek Monolingual

ἐχθόσδικος, ἡ (Α)
επιγρ. φρ. «ἐχθόσδικος δίκα» — δίκη εναντίον ξένου, αλλοδαπού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εχθός «εκτός» + -δικος (< δίκη), πρβλ. ένδικος, φυγόδικος].