ἑγδάκτυλος
English (LSJ)
v. ἑξαδάκτυλος, IG 2.809b195.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἑξδ- IG 22.1627.448, 1631.265, 277, 1632.4 (todas IV a.C.)
de seis dedos de grosor σχοινία IG ll.cc., SEG 3.137.3.12 (Atenas IV a.C.), ἐμπόλια IG 22.1675.7 (IV a.C.), σανίδες ... πάχος ἑγδάκτυλοι IG 22.1672.154 (IV a.C.), cf. ἑξαδάκτυλος.
Greek (Liddell-Scott)
ἑγδάκτυλος: -ον, (= ἑξαδάκτυλος) Ἐπιγρ. Ἀθηνῶν (τῶν νεωρίων), Ἐφημ. Ἀρχ. Ἀθην. 3144, τετράκις οὕτως.