ἑδραίωσις
English (LSJ)
ἑδραιώσεως, ἡ, establishing, Tz.Il.120.11.
Spanish (DGE)
ἑδραιώσεως, ἡ
1 establecimiento, fundamento Eust.1304.15.
2 fig. firmeza, estabilidad τῆς ψυχῆς Ephr.Syr.1.324A.
Greek Monolingual
η (AM ἑδραίωσις) εδραιώνω
στερέωση, εμπέδωση, σταθεροποίηση
μσν.
υποστήριγμα.
Greek (Liddell-Scott)
ἑδραίωσις: ἡ, στερέωσις Τζέτζ. ἐξηγ. Ἰλ. σ. 120, 11.