εμπέδωση

From LSJ

θαρσεῖν χρὴ φίλε Βάττε: τάχ' αὔριον ἔσσετ' ἄμεινον → you need to be brave, dear Battus; perhaps tomorrow will be better | Take heart, dear Battos! Tomorrow will be better.

Source

Greek Monolingual

η (Α ἐμπέδωσις)
1. σταθεροποίηση, παγίωσηεμπέδωση του μαθήματος», «εμπέδωση της καταστάσεως»)
2. (στη μαιευτική) το πέρασμα του κεφαλιού του κυήματος από το ανώτερο στόμιο της πυέλου
αρχ.
διατήρηση, φύλαξη.